- κομμάρα
- ηαίσθημα κόπωσης, κούραση: Έχω μια κομμάρα, που δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κομμάρα — η αίσθημα κόπωσης που συνοδεύεται από δυσφορία και γενική εξάντληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόβω + κατάλ. μάρα, που δηλώνει πάθηση (πρβλ. χαζο μάρα, στραβω μάρα)] … Dictionary of Greek
-μάρα — παραγωγική κατάληξη τής Νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται (συνήθως από επίθετα) αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά που δηλώνουν πάθος, ελάττωμα ή κάποια χαρακτηριστική ιδιότητα. Η κατάληξη αυτή αποσπάστηκε από ουσιαστικά σε μός (πρβλ. βαρεμός… … Dictionary of Greek